Άρθρο του μέλους του DiEM25 Σάκη Φέκα όπως αυτό δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο φιλελευθερισμός ως φιλοσοφία της ελευθερίας από την μία και ο σοσιαλισμός ως η ιδεολογία της ισότητας από την άλλη, ήταν το κεντρικό δίπολο της αντιπαράθεσης μεταξύ πολιτικών, ακαδημαϊκών αλλά και απλών πολιτών. Σε βάθος χρόνου και οι δυο φιλοσοφίες πήραν διάφορες και ενίοτε αντιφατικές με τις αρχές τους μορφές. Ο μεν φιλελευθερισμός έδειξε αδιαφορία για την αδικία, ο δε σοσιαλισμός ήρθε αντιμέτωπος με σημαντικές αυταρχικές παρεκκλίσεις. Έκτος από τις ακραίες μορφές υπήρξαν και προσεγγίσεις που έφεραν αυτές τις ιδεολογίες πολύ κοντά˙ ως το σημείο της συνύπαρξης. Όμως κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 σε πρώτη φάση και μετά την πτώση της ΕΣΣΔ σε δεύτερη, οι μετριοπαθείς προσεγγίσεις του φιλελευθερισμού άρχισαν να χάνουν έδαφος και να αναδύεται η ηγεμονία του νέου καθαρόαιμου οικονομικού φιλελευθερισμού
Για τον νεοφιλελευθερισμό, η επικράτηση του ισχυρότερου είναι ο απόλυτος νόμος, ενώ η επίδειξη οποιασδήποτε μορφής αλληλεγγύης -και όχι οίκτου- αδυναμία. Η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί διακύβευμα και η κρατική παρέμβαση είναι πάντα ποινικά κολάσιμη. Ακόμα και όταν η αγορά παύει να λειτουργεί προς το συμφέρον των πολιτών. Αυτά είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε η μετά-Μάαστριχτ Ευρώπη. Η λιτότητα είναι απόρροια αυτών και ταυτόχρονα το μέσο το οποίο οδηγεί μια χώρα στην δημοσιονομική πειθαρχία. Η Ελλάδα από το 2009 διασχίζει αυτόν τον δρόμο ασταμάτητα, παρόλο που αυτές οι πολιτικές την βυθίζουν όλο και περισσότερο σε έναν επαχθή δανεισμό. Το επιχείρημα υπέρ της συνεχούς επιβολής λιτότητας, παρόλα αυτά, είναι ο ‘’εκσυγχρονισμός’’ και η «φιλελευθεροποίηση» της οικονομίας.
Αλλά πως μπορούμε να ονομάσουμε φιλελεύθερη μια πολιτική που ενισχύει την κυριαρχία των τεράστιων επιχειρήσεων, ακυρώνοντας κάθε νόημα της φράσης «ελεύθερος ανταγωνισμός», και κατά πόσο αυτές οι πολιτικές έχουν συμβάλει στην φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών της Ευρώπης;
Μετά από περιόδους εκτροχιασμού των δαπανών, συνηθίζεται να εφαρμόζεται περιοριστική οικονομική πολιτική. Η πολιτική αυτή όμως, εφαρμόζεται για μικρά χρονικά διαστήματα. Ο λόγος που η ‘’εξυγίανση’’ κρατάει λίγο είναι ότι, η μείωση δαπανών (απολύσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων) έχει επεκτατικές τάσεις που επηρεάζουν πολλαπλασιαστικά την οικονομία. Η μακροχρόνια μείωση δαπανών έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, και γενικότερα στην ανάπτυξη. Η συμφωνία δανειστών-κυβέρνησης για διηνεκή λιτότητα (2% πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060) παρόλο που ενδεχομένως κάποιες χρονιές να εμφανίσει μια ισχνή και ασταθή ανάπτυξη, είναι βέβαιο πως θα αργήσει πολύ να αναδείξει τα υλικά της οφέλη. Ακόμα και με τους τρελούς ρυθμούς που αναπτύσσονταν οι ευρωπαϊκές οικονομίες μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 15 χρόνια για να γίνουν αισθητά τα οφέλη της ανάπτυξης [Hobsbawm (1994), σ.331]. Η διαιώνιση ενός ήδη βεβαρημένου επιπέδου διαβίωσης και ο εγκλωβισμός σε ένα παρόν χωρίς προοπτική, πιο πολύ εξασφαλίζει την ανατροπή των σημερινών συσχετισμών δυνάμεων παρά την αποπληρωμή του χρέους. Το ερώτημα όμως που πρέπει να τεθεί είναι: αν αυτή η ανατροπή θα προκύψει μέσω μιας ριζοσπαστικοποίησης, η οποία έχει αριστερό πρόσημο και θα συνάδει με τις αρχές μιας φιλελεύθερης κοινωνίας ή αν θα προέλθει από καθαρό εθνικιστικό μίσος.
Ως λύση παρουσιάζεται η δημιουργία ενός επιχειρηματικού ‘’momentum’’, πράγμα δύσκολο με τους φόρους που επιτάσσουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Καθώς η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη, υποστηρίζεται ιδεοληπτικά ότι το κράτος δεν μπορεί να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Ο λόγος είναι ότι οι χρηματικές δαπάνες θα παροχετευτούν στον δημόσιο από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα μπορούσε να δημιουργήσει την ίδια ακριβώς απασχόληση χωρίς την σύμπραξη με το κράτος. Το ζήτημα με το παραπάνω επιχείρημα είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν θα πάρει αυτό το ρίσκο για τον απλό λόγο ότι, σε μια περίοδο συστημικής αστάθειας και χαμηλής ζήτησης οι περισσότερες επενδύσεις καταλήγουν επιζήμιες. Επίσης αν εξετάσουμε το ζήτημα υπό το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας που προκύπτει απ’ την διαχείριση της Μεγάλης Ύφεσης, πολύ εύκολα θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το κράτος έδωσε την πρώτη και απαραίτητη ώθηση ώστε να αναλάβει μετά ο ιδιωτικός τομέας τα ινία της οικονομίας. Ένα παρόμοιο κλίμα επικρατούσε και τότε. Οι κυβερνήσεις που επέμεναν στην δημοσιονομική ορθοδοξία και την μείωση του εργασιακού κόστους δεν βελτίωναν σε τίποτα την κατάσταση[Hobsbawm (1994), σ.138]. Καθώς ύφεση ωθούσε ολόκληρους λαούς προς μια κοινωνικά αντί-φιλελεύθερη κατεύθυνση (βλ. Ναζιστική Γερμανία), υποστηρίχτηκε από πολλούς με μεγάλη έμφαση ότι αυτή η πολιτική επιδείνωνε την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά οι ορθοδοξίες της καθαρόαιμης ελεύθερης αγοράς, που τότε είχαν χάσει κάθε είδος αξιοπιστίας, σήμερα κυριαρχούν σε παγκόσμια κλίμακα.
Κάτι στο οποίο συμφωνούν όλοι, ακόμα και ο σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ: Χέρφριντ Μύνκλερ [Χατζηιωσήφ (2017), σ. 73], είναι ότι το κοινό νόμισμα λειτουργεί υπέρ της ισχυρότερης οικονομίας. Έτσι το μόνο που χρειάζεται να κάνουν οι ιθύνοντες της είναι να απαιτούν την πιστή εφαρμογή των κανόνων. Σήμερα οι κανόνες της οικονομικής ορθοδοξίας αποτελούν την πολιτική της Ε.Ε, και με αυτό τον τρόπο έχει εξασφαλιστεί η συναίνεση των χιλιάδων ευρωυπαλλήλων, των εκπροσώπων των διαφόρων λόμπι, των ΜΜΕ και των κομμάτων εξουσίας[Χατζηιωσήφ (2017), σ.106]. Η πεποίθηση ότι η συναίνεση στην πολιτική που υπαγορεύουν οι Βρυξέλες και το Βερολίνο θα εξασφαλίσει την επιβίωση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος -με το οποίο είναι συνδεδεμένη και η δική τους επιβίωση- είναι εκκωφαντικά λανθασμένη και απόδειξη αυτού είναι άνοδος ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζονται ως αντισυστημικοί, χωρίς όμως πρόταγμα για ένα άλλο σύστημα. Εναντιώνονται επί της αρχής στην παγκοσμιοποίηση και φυσικά σε κάθε μορφή διεθνικής αλληλεγγύης και φιλελευθερισμού. Για αυτά τα κόμματα η μόνη κοινότητα αλληλεγγύης είναι το έθνος. Έτσι επιρρίπτουν τις ευθύνες της παράλληλης πτώχευσης μεσαίων και μικρομεσαίων εργαζομένων-εργοδοτών σε μια επίθεση που γίνεται από έναν εξωτερικό παράγοντα στο έθνος τους (π.χ. πρόσφυγες, μια άλλη χώρα, τράπεζες, μυστικές κυβερνήσεις κλπ.). Με τον τρόπο αυτό αποπροσανατολίζουν τους λαούς από τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των πολιτικών. Ταξικός διότι, οι πολιτικές αυτές έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην αυξανόμενη συγκεντροποίηση του μεγάλου κεφαλαίου. Επιπροσθέτως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, όχι τόσο λόγω της φυσικής παρουσίας τους αλλά κυρίως λόγω του εμπρηστικού τόνου των ΜΜΕ, διεγείρουν ξενοφοβικά αντανακλαστικά τα οποία ενισχύουν τα ερείσματα αυτών των ακραία συντηρητικών φωνών στην κοινωνία.
Αν τα ξενοφοβικά και νέο-φασιστικά κόμματα είναι η τροφή, τότε ο δογματικός και α-κοινωνικός οικονομικός φιλελευθερισμός είναι το «αόρατο χέρι» που τροφοδοτεί την αγανάκτηση των κοινωνιών με την ψευδαίσθηση της επίθεσης ενός εξωτερικού εχθρού στο έθνος. Είναι επίσης αυτός, η δύναμη που ωθεί τους λαούς της Ευρώπης στο να βρίσκουν την πολιτική τους έκφραση στις φωνές που αντιδρούν στην ιστορική μετακίνηση των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής.
Στο βιβλίο «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης», ο J.M. Keynes, είχε ασκήσει σκληρή κριτική στην συνθήκη των Βερσαλλιών, αφού θεωρούσε πως χωρίς την αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας ήταν αδύνατη η αποκατάσταση ενός σταθερού φιλελεύθερου πολιτισμού στην Ευρώπη. Ο φιλελευθερισμός από μόνος του φυσικά δεν λέει κάτι, όσο για την λειτουργεία του εγγυάται το μεγάλο κεφάλαιο και όχι οι εργαζόμενοι. Το ζητούμενο λοιπόν, είναι μια οικονομία η οποία θα λειτουργεί προς όφελος των εργαζομένων, αναγνωρίζοντας την αυτονομία τους και εκμηδενίζοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Μόνο τότε θα μπορούμε να ζούμε σε μια πραγματικά φιλελεύθερη κοινωνία.
*Οι απόψεις που εκφράζονται δεν αποτελούν απαραίτητα επίσημες θέσεις του DiEM25
Βιβλιογραφία
1) E. Hobsbawm (1994): «Η Εποχή των Άκρων 1914-1992», Θεμέλιο.
2) Χ. Χατζηιωσήφ (2017): «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών» Βιβλιόραμα
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ