[ΕΚΤΑΚΤΟΝ] Στις 20 Ιουλίου το απόγευμα, το πολωνικό κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ του νομοσχεδίου: 235 υπέρ, 192 κατά και 23 αποχές. Εκτός αν ο Πρόεδρος Duda χρησιμοποιήσει το βέτο του, ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ πριν από την επόμενη νομοθετική συνεδρίαση.
Η τωρινή επίθεση στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από το κυβερνών κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) της Πολωνίας έχει στείλει χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους. Η επίθεση αυτή δικαίως καταγγέλθηκε ότι υπονομεύει την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών και του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών. Ωστόσο, αντί να μεταφράζεται είτε ως μια επίθεση στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές από μια ανεξέλεγκτη εξουσία, είτε ως ένας πόλεμος-αστραπή εναντίον των δικαστηρίων (όπως υπαγορεύει η φιλελεύθερη δημοκρατική κριτική), θα πρέπει να θεωρείται ως ένα από τα στοιχεία μιας ευρύτερης και ολοκληρωμένης αλλαγής καθεστώτος. Είναι το καινούριο – αλλά μάλλον όχι το τελευταίο – βήμα στη λεγόμενη «καλή αλλαγή» που απασχόλησε το PiS μετά την εκλογική νίκη του 2015.
Τρία νέα νομοσχέδια (δύο από τα οποία έχουν ήδη ψηφιστεί από το κοινοβούλιο και αναμένουν την υπογραφή του Προέδρου και ένα ακόμα υπό κοινοβουλευτική εξέταση) θα επιτρέψουν στο PiS να ελέγξει το δικαστικό σώμα. Το πρώτο νομοσχέδιο δίνει στο κόμμα αποτελεσματικό έλεγχο στο ποιος μπορεί να γίνει μέλος του Εθνικού Συμβουλίου των Δικαστηρίων, ενός συνταγματικού οργάνου αρμόδιου για τις υποψηφιότητες των Δικαστών. Το δεύτερο νομοσχέδιο δίνει στον Υπουργό Δικαιοσύνης την εξουσία να διορίζει τους επικεφαλής δικαστές των κατώτερων δικαστηρίων. Το τρίτο, ακόμα υπό συζήτηση, ολοκληρώνει την επίθεση: με τη σημερινή του μορφή, ακυρώνει τις εντολές όλων των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου – εκτός από εκείνες για τους οποίους ο Zbigniew Ziobro, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, επιτρέπει, ο ίδιος προσωπικά, να ισχύσουν. Ο νόμος δημιουργεί επίσης ένα «Πειθαρχικό Τμήμα» στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα καθορίζει πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον όλων των δικαστών της χώρας. Η διαδικασία θα ξεκινάει με αίτημα του Ziobro. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης είναι παράλληλα και Γενικός Εισαγγελέας και έχει το δικαίωμα να διοικεί προσωπικά και να επιβλέπει οποιαδήποτε έρευνα θέλει.
Το μισό μου βασίλειο σε οποιονδήποτε βρίσκει συνταγματικό κάτι τέτοιο. Αν αυτά τα τρία κατάφωρα αντισυνταγματικά νομοσχέδια ψηφιστούν, το PiS θα είναι πρακτικά σε θέση να γεμίσει το Ανώτατο Δικαστήριο και όλα τα κατώτερα δικαστήρια με οπαδούς του και να ασκήσει πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον εκείνων οι οποίοι, μετά το διορισμό τους, γίνουν πολύ ανεξάρτητοι και, για παράδειγμα, αποφανθούν κατά της εισαγγελικής πρότασης. Ο ανασχηματισμός του Ανώτατου Δικαστηρίου θα δώσει επίσης στο κυβερνών κόμμα τον τελευταίο λόγο (αν και έμμεσα) στην εκλογική διαδικασία – καθώς είναι το Ανώτατο Δικαστήριο που διερευνά τις εκλογικές παρατυπίες και αποφασίζει για τη νομιμότητα των εκλογών. Το PiS, μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης, θα είναι ταυτόχρονα παίκτης και διαιτητής.
Από τότε που κέρδισε στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2015, το PiS έχει (αντισυνταγματικά) διορίσει δικούς του δικαστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, εξουσιάζει τα δημόσια μέσα ενημέρωσης και εισήγαγε σιωπηρά κομματικά κριτήρια στην επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αποδειχθεί υπάκουο. Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης έχουν μετατραπεί σε μέσο προπαγάνδας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης έχουν στελεχωθεί με πιστούς του κόμματος. Επιπλέον, το PiS δημιούργησε την «Εδαφική Άμυνα», μια παραστρατιωτική οργάνωση που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Άμυνας. Άλλαξε επίσης το σχολικό πρόγραμμα για να προβληθούν και να προωθηθούν εθνικιστικά και φονταμενταλιστικά θρησκευτικά αισθήματα, τα οποία αγόρασαν την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη. Τέλος, ο νόμος περί του δικαιώματος του συνέρχεσθαι παρέχει προνομιακά δικαιώματα σε κρατικά χορηγούμενα γεγονότα και το Εθνικό Ινστιτούτο Ελευθερίας που θα δημιουργηθεί θα δώσει στην κυβέρνηση τον έλεγχο όλων των οργανώσεων των πολιτών. Παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος δικαστικός Andrzej Duda, σε μια εξαιρετικά σπάνια πράξη ανυπακοής (ή εσκεμμένο προπέτασμα καπνού), άσκησε βέτο στο νομοσχέδιο που επιτρέπει στη κεντρική κυβέρνηση να απορρίπτει αποφάσεις των τοπικών αρχών, η επιθυμία της κυβέρνησης να καθυποτάξει τις τοπικές αρχές δεν έχει εξαφανιστεί.
Τα πρόσφατα προταθέντα νομοσχέδια για τη δικαιοσύνη συνεχίζουν την προσπάθεια για μια σειρά αλλαγών. Συγκεντρώνουν την πολιτική εξουσία στα χέρια αξιωματούχων και, όπως έδειξε η πολιτική πρακτική του PiS, γέρνουν δραστικά τη ζυγαριά προς τη μεριά της εκτελεστικής εξουσίας, καθιστώντας τη νομοθετική εξουσία απλό μηχανισμό προώθησης νομοσχεδίων και τη δικαστική εξουσία απλό όργανο επιβολής νόμων και εφαρμογής αποφάσεων που σχεδιάζει η εκτελεστική. Όποιος έχει αμφιβολίες ας παρακολουθήσει το θλιβερό θέαμα των φωνών και αποδοκιμασιών των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης επί του νομοσχεδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή να ακούσει τον υπουργό Ziobro να καθορίζει ποιος είναι ένοχος και ποιος όχι ακόμη και πριν από το πέρας της Δίκης.
Επίσης, οι αλλαγές αυτές θολώνουν τα όρια μεταξύ των εξουσιών, καθώς η εκτελεστική εξουσία επεκτείνει τη δικαιοδοσία της έναντι των άλλων και εμπλέκεται στη λειτουργία τους. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, όπως και η πρόσφατη κομματική πρακτική του PiS έχει δείξει, ότι οι εκλογές καθίστανται απλό δημοψήφισμα και η εκλογική νίκη θεωρείται εντολή για την εφαρμογή οποιονδήποτε πολιτικών επιθυμεί ο νικητής, παρά την κριτική και τις πιθανές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή του πολίτη πρέπει να περιοριστεί σε επευφημίες σε κρατικά χορηγούμενες εκδηλώσεις, όπως αυτή που διοργανώθηκε για να καλωσορίσει τον Donald Trump ή σε εκδηλώσεις μίσους κατά τη διάρκεια της επετείου της αεροπορικής τραγωδίας του Smolensk έτσι ώστε η όποια ανεξαρτησία των μη κυβερνητικών οργανώσεων να μειωθεί.
Το PiS δικαιολογεί την αλλαγή του καθεστώτος ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διόρθωση και ενίσχυση των κρατικών θεσμών: τα δικαστήρια πρέπει να καθαριστούν από κομμουνιστικά απομεινάρια που φέρεται ότι εξακολουθούν να είναι παρόντα στο δικαστικό σώμα, οι τοπικές αρχές πρέπει να καθαριστούν από εδραιωμένες κλίκες, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης πρέπει να παρουσιάσουν μια εναλλακτική λύση έναντι των ιδιωτικών καναλιών που εξυπηρετούν παλιές ελίτ. Σε κάποιο βαθμό, αυτές οι διαγνώσεις αντιστοιχούν στη βούληση ορισμένων τομέων της πολωνικής κοινωνίας, για τους οποίους το κράτος έχει συχνά το πρόσωπο ενός αλαζονικού τοπικού δικαστή ή ενός διεφθαρμένου τοπικού αξιωματούχου.
Η ειρωνία είναι, όμως, ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται αυτή η αλλαγή απλώς καταστρέφει τους κρατικούς θεσμούς. Σε μια περίοδο συνταρακτικών αλλαγών, η αφοσίωση στο κόμμα είναι ισχυρότερη των ικανοτήτων – περιφανή παραδείγματα είναι η Julia Przyłębska, η ανώτατη Δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία δεν είναι καν διδάκτωρ Νομικής ή ο Bartłomiej Misiewicz, πρώην εκπρόσωπος του Υπουργείου Άμυνας που δεν έχει πανεπιστημιακές σπουδές αν και φοίτησε σε τρία διαφορετικά πανεπιστήμια. Στον προπαγανδιστικό πόλεμο εναντίον των, ακόμη, ανεξάρτητων θεσμών, το καθεστώς κτυπά το κύρος και τη νομιμοποίησή τους. Τέλος, η συνταγματικά καθορισμένη ιεραρχία της εξουσίας αντικαταστάθηκε από την ιεραρχία του κόμματος.
Οι προσπάθειες συντονίζονται από τον απλό βουλευτή Jarosław Kaczyński και τον πρόεδρο του PiS. Ο επιρροή του επί του Προέδρου Andrzej Duda και επί της Πρωθυπουργού Beata Szydło προέρχεται από την παντοδυναμία του στη βάση του PiS από τη μία πλευρά και τη χαρισματική του εξουσία πάνω στο συμπαγές εκλογικό σώμα του κόμματος από την άλλη. Δεν είναι μυστικό ότι τόσο ο Duda όσο και η Szydło πήραν τις θέσεις τους χάρη στην ευλογία του Kaczyński και μέχρι στιγμής είναι σαφές ότι η πολιτική τους σταδιοδρομία μπορεί να τελειώσει με ένα του νεύμα. Την ίδια στιγμή, ο Kaczyński παραμένει υπεράνω συνταγματικών ευθυνών για παραβιάσεις του Συντάγματος που έγιναν από τους πιστούς του κόμματός του.
Τα τρία νομοσχέδια που υποτάσσουν τη δικαστική εξουσία στην κυβέρνηση δεν έχουν ακόμα τεθεί σε ισχύ και λόγω των πρόσφατων δηλώσεων του Andrzej Duda (ο οποίος φαίνεται να θυμήθηκε ότι δεν είναι απλώς γραμματέας αλλά ο Πρόεδρος ο οποίος, ως αρχηγός του κράτους, έχει την εξουσία να ασκήσει βέτο), μπορεί να εφαρμοστούν σε μια πιο ήπια, αποδυναμωμένη μορφή τους.
Παρόλα αυτά, οι αποδυναμωμένες εκδοχές των νόμων δεν θα σώσουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει ένα δύσκολο διπλό πρόβλημα: αφενός, πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να σταματήσει τις αλλαγές που εισήγαγε ο αντίπαλος, ο οποίος φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για την κριτική της αντιπολίτευσης. Από την άλλη, πρέπει να βρει τρόπους να αποκαταστήσει τη συνταγματική κουλτούρα. Διαφορετικά, ακόμη και αν η κυβέρνηση του PiS αποδειχθεί με θαυματουργό τρόπο σύντομη, η κληρονομιά της «καλής αλλαγής» μπορεί να μαστίζει την πολωνική πολιτική σκηνή όχι για χρόνια – αλλά για δεκαετίες.
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ