Η πρόσφατη έξαρση των περιστατικών μαζικών πυροβολισμών δεν προκάλεσε μόνο εκτεταμένες διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης Βούτσιτς – αλλά κι έναν βαθύτερο προβληματισμό σχετικά με τη “φροντίδα, την αλληλεγγύη και την αλληλεξάρτηση” στο μετα-γιουγκοσλαβικό πολιτικό στερέωμα.
Η τραγωδία ήταν ασύλληπτη: σε λιγότερο από 48 ώρες, ένα 13χρονο αγόρι πυροβόλησε και σκότωσε οκτώ συμμαθητές του και έναν φύλακα ασφαλείας, ενώ τραυμάτισε επίσης έναν δάσκαλο και άλλα έξι παιδιά (εκ των οποίων το ένα πέθανε στις 15 Μαΐου) σε ένα δημοτικό σχολείο στο κεντρικό Βελιγράδι, ενώ ένας 21χρονος άνδρας σκότωσε οκτώ και τραυμάτισε δεκατέσσερις κυρίως νέους ανθρώπους σε χωριά γύρω από την πόλη Μλαντένοβατς.
Στη Σερβία, όπου τα περιστατικά μαζικών πυροβολισμών είναι εξαιρετικά σπάνια (το τελευταίο έγινε το 2013) και οι πυροβολισμοί σε σχολεία ανήκουστοι, τα γεγονότα προκάλεσαν φόβο, αγωνία, θλίψη και εκατομμύρια ερωτήματα για το πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό, ποιος ευθύνεται και ποια μέτρα είναι απαραίτητο να ληφθούν.
Σύμφωνα με μια έρευνα του 2018, η Σερβία, μαζί με το Μαυροβούνιο, έχουν το υψηλότερο ποσοστό κατοχής μικρών πυροβόλων όπλων ανά 100 άτομα στην Ευρώπη (39,1), με περίπου 800 χιλιάδες όπλα που κατέχονται νομίμως και έναν άγνωστο αριθμό μη δηλωμένων όπλων που έχουν απομείνει από τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Εθνικιστικά, σοβινιστικά και μισογυνικά αισθήματα διαπερνούν τη δημόσια σφαίρα, ενώ νονοί του εγκλήματος και διάσημοι εγκληματίες πολέμου φιγουράρουν τακτικά σε τηλεοπτικές εκπομπές, ριάλιτι και σκανδαλοθηρικές εφημερίδες. Δύο κυβερνώντα κόμματα, το SNS του Βούτσιτς και το SPS του Μιλόσεβιτς, προωθούν άμεσα τέτοια πρόσωπα και συμπεριφορές: δύο καταδικασμένοι εγκληματίες πολέμου είναι εξέχοντα στελέχη τους. Οι δεσμοί του καθεστώτος με εγκληματικές ομάδες, η εξάρτησή του από χούλιγκαν και η εργαλειοποίησή τους, είναι άλλος ένας παράγοντας που διευκολύνει την πλατιά κανονικοποίηση της βίας στη σερβική κοινωνία.
Το ερειπωμένο σύστημα δημόσιας παιδείας και η αποτυχία των αρμόδιων θεσμικών φορέων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αυξανόμενης βίας στα σχολεία με προληπτικά μέτρα είναι ακόμη ένας επιβαρυντικός παράγοντας. Το ίδιο μπορεί να να ειπωθεί και για τους αστυνομικούς και δικαστικούς θεσμούς: ο δράστης στο Μλαντένοβατς είχε ποινικό μητρώο, μεταξύ άλλων για παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων. Εξίσου σημαντική είναι και η γενική κατάσταση της ψυχικής υγείας: η αυξανόμενη φτώχεια και ανισότητα, η κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια και επισφάλεια, η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και η τραυματική κληρονομιά των πολέμων έχουν σίγουρα αφήσει τα σημάδια τους.
Οι τραγωδίες, και η αντίδραση του κράτους σε αυτές, έχουν αναζωπυρώσει τις πικρίες που περιβάλλουν την ηγεσία του Βούτσιτς από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2012. Ο υπουργός Παιδείας κατηγόρησε τη μοιραία επιρροή του “διαδικτύου, των βιντεοπαιχνιδιών και των δυτικών αξιών” υποστηρίζοντας ότι “το σύστημα δεν απέτυχε”, ενώ ο Αρχηγός της Αστυνομίας του Βελιγραδίου κοινοποίησε δημόσια τη λίστα με τα ονόματα των παιδιών στο στόχαστρο του δράστη και ο Πρόεδρος αποκάλυψε εμπιστευτικά προσωπικά δεδομένα για τον ίδιο και την οικογένειά του, διαβάζοντας φωναχτά δύο εκθέσεις για την ψυχική του υγεία.
Η θλίψη σύντομα μετατράπηκε σε δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία. Αυθόρμητες και στη συνέχεια πιο οργανωμένες συγκεντρώσεις της πρωτοβουλίας “Σερβία Ενάντια στη Βία” πραγματοποιήθηκαν στο Βελιγράδι και άλλες πόλεις της χώρας, και ορισμένα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία αυτοπροτάθηκαν ως ηγέτες της διαμαρτυρίας, διατύπωσαν έναν κατάλογο αιτημάτων: την παραίτηση των υπεύθυνων δημόσιων λειτουργών, την ακύρωση προγραμμάτων και την αναστολή των αδειών λειτουργίας εκδοτών που προωθούν συνεχώς τη βία, μεταδίδουν ψευδείς ειδήσεις και παραβιάζουν τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Οι κινητοποιήσεις στο Βελιγράδι στις 8 Μαΐου, στις 12 Μαΐου και στις 19 Μαΐου συγκέντρωναν κάθε φορά όλο και περισσότερο κόσμο, με αποκορύφωμα τη διαμαρτυρία της 19ης Μαΐου, όταν 60 έως 150 χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στους δρόμους, αποκλείοντας δύο βασικές γέφυρες και διακόπτοντας ουσιαστικά την κυκλοφορία σε ολόκληρη την πόλη.
Η αντίδραση του καθεστώτος ήταν διττή: από τη μία πλευρά επιχείρησε να εκτονώσει τη δυναμική της διαμαρτυρίας αφήνοντάς τη να ξεθυμάνει (σε όλες τις διαδηλώσεις ήταν αισθητή η σχεδόν παντελής απουσία αστυνομίας). Και από την άλλη οργάνωσε μια παράλληλη επίδειξη δύναμης: αμέσως μετά την πρώτη κινητοποίηση, ο Βούτσιτς ανακοίνωσε τη δική του “μεγαλύτερη συγκέντρωση όλων των εποχών” που θα γινόταν στις 26 Μαΐου και δήλωσε έτοιμος να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διακυβέρνησής του. Το συλλαλητήριό του κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου 50 χιλιάδες ανθρώπους, με εκατοντάδες λεωφορεία που μετέφεραν τους υποστηρικτές του από όλη τη χώρα να σταθμεύουν σε όλη την πόλη.
Ένα μήνα μετά τους πυροβολισμούς, η ένταση εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Οι διαμαρτυρίες, σε συνδυασμό με ταυτόχρονες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με σημαντικότερες τις βίαιες συγκρούσεις στο Βόρειο Κόσοβο, εξαιτίας των οποίων ο σερβικός στρατός τέθηκε σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού, ώθησαν το καθεστώς σε μια μόνιμη κατάσταση διαχείρισης κρίσεων (όχι τυχαία, στις 27 Μαΐου ο Βούτσιτς παραιτήθηκε από την ηγεσία του SNS). Η αναζωπύρωση της κρίσης στο Κόσοβο κατάφερε, τουλάχιστον προσωρινά, να αποσπάσει μέρος της προσοχής του κοινού από τις διαδηλώσεις, παρέχοντας μια σανίδα σωτηρίας στον Βούτσιτς και δίνοντάς του χρόνο να ανασυνταχθεί. Αξιοποιήθηκε επίσης ευθέως για να τις αποσυντονίσει: μια ομάδα ακροδεξιών ανακοίνωσε τη δική της συγκέντρωση με τίτλο “Σταματήστε τη βία κατά των Σέρβων στο Κόσοβο” στις 3 Ιουνίου, ημέρα που είχαν προγραμματιστεί διαδηλώσεις υπό την αιγίδα της αντιπολίτευσης. Εμφανίστηκαν περίπου εκατό, κρατώντας πανό για το Κόσοβο και σημαίες με τον Πούτιν, αλλά καθώς περνούσε η ώρα ουσιαστικά απορροφήθηκαν από τις μάζες.
Παρ’ όλα αυτά, η αποφασιστικότητα του κόσμου να συνεχίσει να συγκεντρώνεται μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του δεν έχει κλονιστεί. Στις 27 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου, με εξίσου μεγάλη συμμετοχή, οι διαδηλωτές της “Σερβίας Ενάντια στη Βία” στράφηκαν στα κύρια νευραλγικά σημεία του καθεστώτος: στο κτίριο του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα RTS και σε αυτό της Προεδρίας.
Παρόλο που το καθεστώς έχει ικανοποιήσει ορισμένες από τις εκκλήσεις των διαδηλωτών (με έναν ad-hoc μη συστηματικό τρόπο που μόνο ως παράσταση μπορεί να θεωρηθεί), οι πιθανότητες ο Βούτσιτς να τις ικανοποιήσει όλες είναι ελάχιστες, καθώς πλήττουν τον πυρήνα της εξουσίας του: τα πειθήνια μέσα ενημέρωσης και τους μηχανισμούς ασφαλείας. Ενώ είναι πιθανό να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, δεν είναι ακόμη σαφές το πότε. Εν τω μεταξύ, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη θλίψη και απογοήτευση, αλλά και επιτακτικότητα και αποφασιστικότητα: οι διαμαρτυρίες πρέπει να ειδωθούν ως μια προσπάθεια έκφρασης και διατύπωσης αυτών των συναισθημάτων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχει μια πολιτική δύναμη αρκετά ισχυρή για να τους δώσει φωνή και να προτάξει μια συγκεκριμένη πορεία για ουσιαστική αλλαγή.
Η υποστήριξη που απολαμβάνει ο Βούτσιτς δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τον αυταρχικό χαρακτήρα της διακυβέρνησής του. Όπως συμβαίνει με τα πρότυπα του, τον Ερντογάν και τον Όρμπαν, η εξουσία του έχει τις ρίζες της στην ισχυρή εθνικιστική ρητορική, τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, τη βαθιά διαφθορά, τα εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα, τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και των δημόσιων οργανισμών, αλλά γίνεται συντριπτική από την έντονη ανομοιογένεια και τη σχεδόν πλήρη απουσία μιας πειστικής εναλλακτικής.
Με τα δεξιά κόμματα και τους κοινωνικά συντηρητικούς φιλελεύθερους να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, ο χώρος για αριστερή, πράσινη και φιλελεύθερη πολιτική είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ωστόσο, αυτή η αναταραχή που προκλήθηκε με τραγικό τρόπο διευρύνει τώρα αυτόν τον χώρο, ενισχύοντας τόσο την ορατότητα των πολιτικών φορέων όσο και τις δυνατότητές τους να υποσκάψουν την ηγεμονία της ρητορικής τού Βούτσιτς, να εκτρέψουν τη δημόσια συζήτηση σε διαφορετικά μονοπάτια και να ανοίξουν νέους πολιτικούς ορίζοντες.
Καθώς τα παλιά φιλοευρωπαϊκά, φιλελεύθερα κόμματα έχουν χάσει προ πολλού τη νομιμοποίησή τους, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε νέους φορείς, όπως το κίνημα Don’t Let Belgrade D(r)own, μέλος της Προοδευτικής Διεθνούς, το οποίο μόλις ξεκίνησε τη διαδικασία μετασχηματισμού του σε ένα πολιτικό κόμμα, το Πράσινο Αριστερό Μέτωπο. Με μια πολιτική πλατφόρμα που υπερβαίνει τις συνήθεις αιχμές για τη διαφθορά, το κράτος δικαίου και την ελευθερία των ΜΜΕ, που αμφισβητεί την “κοινή λογική” των ιδιωτικοποιήσεων και των ξένων επενδύσεων και αντιμετωπίζει τα προβλήματα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της ρύπανσης, της φτώχειας, της ποιότητας των δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών, ίσως έχει την ευκαιρία να προσελκύσει την προσοχή ενός ευρύτερου εκλογικού κοινού.
Προς το παρόν, είναι θετικό ότι, παρά τις προσπάθειές τους να ενσωματώσουν τη δυσαρέσκεια, οι ακροδεξιοί παρέμειναν στο περιθώριο των διαδηλώσεων, με τους ηγέτες των κινητοποιήσεων να παίρνουν ανοιχτά αποστάσεις από αυτούς. Αν και αρκετά κεντροδεξιά κόμματα έχουν έναν ρόλο στην οργάνωση των διαδηλώσεων, η ελπίδα είναι ότι η σημασία τους θα ελαττωθεί με την πάροδο του χρόνου. Το βέβαιο είναι ότι οι συγκεντρώσεις αποκτούν ιδεολογικό χαρακτήρα, θέτοντας στο προσκήνιο τα ζητήματα της φροντίδας, της αλληλεγγύης και της αλληλεξάρτησης.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 30 του The Internationalist
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ