(Μια εντελώς προσωπική άποψη)
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 άκουσα για πρώτη φορά την ιδέα της πρακτικής εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας από πολιτικό χώρο εντός του ελληνικού κοινοβουλίου. Ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου και η θέση του πως η εξέλιξη της τεχνολογίας σύντομα θα μας επέτρεπε να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή για να ψηφίσουμε με τον ατομικό μας κωδικό στο δημαρχείο της πόλης μας ή το ΚΕΠ της γειτονιάς μας, για όποιο τρέχον θέμα η κυβέρνηση θα ήθελε τη γνώμη μας. Φαντάζομαι πως με αυτό σχετίζεται και η δημιουργία υπουργείου «ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» λίγα χρόνια αργότερα, όταν το κόμμα του έγινε κυβέρνηση. Σήμερα βεβαίως, μετά από όλα όσα μεσολάβησαν μετά το 2010, εκείνη η δημόσια συζήτηση φαντάζει κωμικοτραγική, ταυτόχρονα και εξοργιστική.
Το αίτημα για δημοκρατία δεν ήταν ποτέ πιο επίκαιρο από όσο σήμερα, το 2018. Για τη δημοκρατία στη χώρα μας (και) την Ευρώπη βρισκόμαστε στο DiEM25. Αλλά πώς εννοούμε τη δημοκρατία;
Ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του DiEM25, έχει εκφράσει επιφυλάξεις για το τι θα σήμαινε σήμερα να αποφάσιζαν οι ευρωπαϊκοί λαοί με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τα μείζονα θέματα της Ευρώπης. Χρησιμοποιεί μάλιστα ένα πολύ εύστοχο παράδειγμα-επιχείρημα: το προσφυγικό. Ρωτάει: Είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα μιας αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας όπου οι ψηφοφόροι κάθε χώρας θα έπρεπε να αποφασίσουν για το αν θα δεχτούν ή όχι πρόσφυγες στην επικράτειά τους; Και καταλήγει πως σε ένα τέτοιο ζήτημα η στάση ενός ισχυρού ηγέτη —εν προκειμένω της Άνγκελα Μέρκελ— να πάρει αρχικά μια ανθρωπιστική απόφαση χωρίς να υπολογίσει πολιτικό κόστος —το οποίο φάνηκε στις τελευταίες γερμανικές εκλογές— ήταν το ηθικά και ιστορικά σωστό, παρά τη λαϊκή αντίδραση.
Πολύ φοβάμαι πως ενδόμυχα μοιράζομαι την αμφιβολία του για το ποια θα ήταν η στάση των ευρωπαίων ψηφοφόρων σε ένα ζήτημα σαν το προσφυγικό. Αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των ανθρώπων κάθε χώρας, αλλά με μια ρεαλιστική εκτίμηση των ισχυρότατων εθνικιστικών, μισαλλόδοξων και φασιζόντων πολιτικών τάσεων που εκτράφηκαν από το οικονομικό αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία.
Κι όμως, ο αγαπητός Σλάβοϊ έχει υποπέσει σε ένα θεμελιώδες σφάλμα στη διατύπωση του ερωτήματός του. Το σφάλμα είναι η ταύτιση της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας με τη δημοκρατία.
Δημοκρατία δεν είναι η δικτατορία μιας πλειοψηφίας. Αν αυτό ήταν δημοκρατία, τότε η Γερμανία των εκλογών του 1938 θα ήταν το απόγειο του θριάμβου της δημοκρατίας, όταν παραχωρούσε την απόλυτη εξουσία —με σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία— στο ναζιστικό κόμμα. Βεβαίως, σε μια δημοκρατία η όσο το δυνατόν αμεσότερη έκφραση της βούλησης του λαού είναι εξ ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να μπορούμε να μιλάμε για το συγκεκριμένο πολίτευμα, είναι όμως ταυτόχρονα και η μια μόνο πλευρά του νομίσματος. Ποια είναι η άλλη;
Προϋπόθεση για να λέγεται δημοκρατία το «κράτος» του «δήμου», είναι πρωτίστως να υπάρχει το απαραίτητο θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ευνομούμενης πολιτείας που σέβεται θεσμικά και νομικά τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών της αλλά και κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτειά της. Είναι ο σεβασμός στη διαφωνία, τη μειοψηφούσα άποψη, την κάθε είδους και μορφής μειονότητα.
Επιπλέον, προϋπόθεση για τη ορθή απόδοση του ονόματος «δημοκρατία» είναι η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, η οποία θα πρέπει να προστατεύεται τόσο από απόπειρες άμεσης κυβερνητικής καταστολής όσο και από την έμμεση καταπίεση από τους «νόμους της αγοράς» που διέπουν τα ιδιωτικά μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Με λίγα λόγια στη δημοκρατία η δημοκρατική διαδικασία θα πρέπει να συνυπάρχει με την ελευθερία στην πλήρη της έννοια.
Επιστρέφοντας στο ερώτημα του Ζίζεκ, θα απαντούσαμε πως αν είχαμε «αληθινή δημοκρατία» σήμερα στην Ευρώπη, δεν θα κάναμε κανένα δημοψήφισμα για το προσφυγικό. Αντίθετα, θα είχαμε τα δημοκρατικά συντάγματα και το νομοθετικό πλαίσιο εκείνο που ΑΥΤΟΜΑΤΑ θα έθετε σε ισχύ τους κρατικούς μηχανισμούς για την προστασία της ζωής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του κάθε ανθρώπου που θα μας χτυπούσε την πόρτα ζητώντας καταφύγιο από την προσωπική ή συλλογική του τραγωδία σε κάποια άλλη γωνιά του πλανήτη.
Και κάπου εδώ θα σταμάταγε το λόγο του ένας ρομαντικός δημοκράτης μιας περασμένης δεκαετίας. Επιτρέψτε μου όμως εδώ να βάλω μια αρχή και όχι ένα τέλος στη συλλογιστική για τη σημερινή μας κατάσταση και το αίτημα για δημοκρατία.
Ο Αρμαγεδδών της πληροφορίας
Μιλώντας βιωματικά, αν υπάρχει ένα μεγάλο γκρίζο σύννεφο αγωνίας που ολοένα πυκνώνει πάνω από τον προβληματισμό για την τρέχουσα κατάσταση σε όλα τα επίπεδα από το προσωπικό μέχρι το πλανητικό, αυτό προκαλείται από την αίσθηση της ανεξέλεγκτης πλέον πολυπλοκότητας της εποχής μας.
Μέχρι το 2008, η οικονομική επιστήμη ήταν κάτι ξένο για τους περισσότερους από εμάς, που το συνδέαμε περισσότερο με το χρηματιστήριο και τις πολυεθνικές παρά με οτιδήποτε είχε να κάνει με την δική μας σφαίρα της καθημερινότητας. Ξαφνικά από το 2010 και μετά βομβαρδιστήκαμε με έναν ορυμαγδό οικονομικής ορολογίας και σεναρίων που κι αν μπαίναμε κάποιοι στον κόπο να μάθουμε τι αφορούσαν, ήταν σίγουρα αδύνατον να αξιολογήσουμε την ποιότητα της πληροφορίας που λαμβάναμε.
Hedge funds, spreads, ΔΝΤ, οίκοι αξιολόγησης, PSI, αναδιάρθρωση χρέους, γραφήματα, άπειροι αριθμοί, ποσοστά, και πάνω από όλα αυτά μια τεράστια ενορχηστρωμένη τρομοκρατία από τους «ειδικούς», τους κρατικούς και τους δημοσιολογούντες επαΐοντες. Θυμάμαι τον τότε πρωθυπουργό να μας ενημερώνει για την ευγνωμοσύνη που οφείλαμε να δείξουμε για το PSI, ενώ ο υπουργός οικονομικών του —δια του ΣΚΑΪ— μας εξηγούσε την ανείπωτη καταστροφή που θα μας προκαλούσε ένα κούρεμα του δημόσιου χρέους.
Σε όλο αυτό το κουβάρι έρχονταν να προστεθούν ονόματα ανθρώπων και θεσμών της Ε.Ε., του ΔΝΤ, της γερμανικής κυβέρνησης, ακόμα και του γερμανικού τύπου. Μάθαμε ονόματα υπουργών οικονομίας, μάθαμε τι είναι η Bild, το Spiegel, η Süddeutsche Zeitung και τι γράφανε για μας —και από πού μας ήξεραν εμάς;— μάθαμε για το eurogroup, το euroworking group, την ΕΚΤ και την καμαριέρα που έκανε μήνυση στον επικεφαλής του ΔΝΤ.
Σαν το ρατσιστικό βικτωριανό στερεότυπο των αδαών ιθαγενών κάποιας χαμένης ηπείρου ακούγαμε βουβοί, συμφωνούσαμε ή διαφωνούσαμε εξίσου χωρίς την παραμικρή αντίληψη της πραγματικότητας. Οργιζόμασταν, τσακωνόμασταν μεταξύ μας, ψάχναμε με μανία να αποκαλύψουμε τον «εχθρό» απέναντι και τον «προδότη» ανάμεσά μας που φταίει για το κακόγουστο αστείο, το κακό όνειρο που αρνούμασταν να δεχτούμε πως είναι η νέα μας κατάσταση.
Ποια αμεσοδημοκρατική διαδικασία θα μας έσωζε το 2011 ή το 2013; Η ίδια η έννοια της δημοκρατίας στην Ελλάδα είχε ακυρωθεί. Είχε ακυρωθεί αφού τα εναπομείναντα εργαλεία της δημοκρατίας που είχε ο πολίτης στη διάθεσή του, ήταν πλέον άχρηστα χωρίς την πραγματική αντίληψη του ποιο ήταν το μεγάλο διακύβευμα.
Τότε αναπτύχθηκε το κίνημα των πλατειών, των αγανακτισμένων, και από την άλλη επανήλθε το φάντασμα του παρελθόντος υπό την μορφή της παρακρατικής «αντισυστημικής» (!) ακροδεξιάς. Κανείς όμως δεν έδινε την απάντηση στο τι πραγματικά συμβαίνει, πόσω μάλλον ποια θα μπορούσε να είναι η λύση.
Προσωπικά δεν συμμετείχα στο κίνημα των αγανακτισμένων. Αν και προσωπικά αγανακτισμένος, δεν είχα ακούσει την πειστική απάντηση, τη λύση στο πρόβλημα, τη ρεαλιστική εναλλακτική που θα με έκανε να βγω σε κάποια πλατεία να τη διεκδικήσω «εδώ και τώρα»… Οι φωνές που άκουγα στους δρόμους μίλαγαν μόνο για το τι ΔΕΝ θέλαμε. Σε μια διελκυστίνδα μεταξύ συνθημάτων/μουντζών —ή, ακόμα χειρότερα, αιτήματος επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση— και από την άλλη (ψευδο-)«τεχνοκρατών» που ξεκάθαρα πλέον ξεπουλούσαν τη χώρα σε όλα τα επίπεδα, αισθανόμουν πολιτικά εντελώς αποξενωμένος.
Γνωρίζω πως ο κύριος όγκος των σημερινών DiEMers της Ελλάδας ήταν στο κίνημα των πλατειών, συμπεριλαμβανομένου και του Γιάνη Βαρουφάκη. Ήμουν αντίθετος, και δεν έχω αλλάξει άποψη. Αυτό που τότε δεν ήξερα, είναι πως ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν εκεί έχοντας πραγματική αντίληψη και των ζητημάτων αλλά και των υφιστάμενων λύσεων. Άρχισα να τον μαθαίνω και να τον διαβάζω λίγο αργότερα.
Το άλμα της πίστης
Πιστεύω πως η πορεία προς την επανάκτηση της δημοκρατίας μας ξεκινάει με αυτή την επίπονη αναγνώριση των περιορισμένων ορίων της αντίληψής μας. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε άποψη επί παντός επιστητού, όπως μας επιτάσσει το αρνητικό στερεότυπο του Νεοέλληνα. Έχουμε το δικαίωμα —και ενίοτε την υποχρέωση— να πούμε πως κάποια ζητήματα μας ξεπερνάνε. Είναι λυτρωτικό να αναγνωρίσουμε την πεπερασμένη ανθρώπινη διάστασή μας.
Ας φέρω ένα θετικό παράδειγμα: Ναι, στηρίζουμε τη θέση του DiEM25 για την Ελλάδα, όπως ότι το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας μας δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ. Ας το παραδεχτούμε όμως: πόσοι από εμάς αντιλαμβανόμαστε πώς προκύπτει αυτό; Μπορούμε σε κάποιο βαθμό να το τεκμηριώσουμε, μεταφέροντας τη διατύπωση που δόθηκε και σε μας. Έχουμε μια αίσθηση πλέον της σημασίας κάποιων μεγεθών, όπως δεν την είχαμε πριν το 2010. Αλλά με το χέρι στην καρδιά, μπορούμε να εγγυηθούμε την ορθότητα ενός τέτοιου οικονομολογικού επιχειρήματος; Μπορούμε να τεκμηριώσουμε γιατί η λύση βρίσκεται στο 1,5% και όχι στο 0,8% ή γιατί ακόμα και το 2% θα ήταν αντιαναπτυξιακό;
Ας αφήσουμε την αλήθεια να μας απελευθερώσει: δεν καθίσαμε με χαρτί και μολύβι κάποιο απόγευμα να επαληθεύσουμε μαθηματικά την ορθότητα του 1,5% ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό που στην πραγματικότητα μέτρησε για να πειστούμε ήταν —και παραμένει— η προέλευση της πληροφορίας.
Πειστήκαμε προσωπικά από τον άνθρωπο που το 2015 είχε καλύτερα απ’ όλους την πλήρη επίγνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας, και την επιλογή για το καβαφικό «μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Αυτόν που δεν μας «πούλησε» για μια εξασφαλισμένη θέση στη βουλή και την κυβέρνηση. Αυτόν πιστέψαμε περισσότερο από τα οικονομολογικά επιχειρήματα, αυτόν που —γιατί όχι;— η διαίσθησή μας λέει να εμπιστευτούμε.
Η επαλήθευσή της εμπιστοσύνης μας είναι να βλέπουμε τον οικονομολόγο Γιάνη Βαρουφάκη να περιστοιχίζεται και να επαληθεύεται με κάθε τρόπο από νομπελίστες, φιλόσοφους, διεθνείς ακτιβιστές που ρισκάρουν και τη ζωή τους για τα πιστεύω τους —βλέπε Τζούλιαν Ασάνζ— και επιστήμονες που εξίσου δεν εξαργύρωσαν την προσωπική τους διαδρομή για μια άνετη θέση στο «κατεστημένο». Όταν βλέπουμε όλους αυτούς μαζί να απαρτίζουν τον ιδεολογικό πυρήνα του DiEM25, αυτό μας πείθει να κάνουμε το «άλμα της πίστης» και να ενώνουμε την δική μας φωνή και παρουσία στις κοινές αρχές και τον κοινό αγώνα του κινήματος.
Είναι ύστατη υπέρβαση σήμερα για έναν πολίτη αυτού του τόπου να εμπνευστεί ξανά από μια πολιτική πρόταση, όταν το 2015 έστυψε τις τελευταίες σταγόνες πίστης του στο πολιτικό σύστημα ψηφίζοντας «πρώτη φορά αριστερά».
Όπως επαναλαμβάνει και ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, τα πρόσφατα μεγάλα μαζικά κινήματα είτε του Occupy Wall Street είτε της Αραβικής Άνοιξης είτε του ευρωπαϊκού νότου, μπορεί να δημιούργησαν αξέχαστες στιγμές λαϊκής ενότητας, όμως από μόνα τους απέτυχαν να παραγάγουν ένα συνεκτικό σχέδιο ή έστω ένα κοινά συμφωνημένο όραμα για το μέλλον, για την «επόμενη μέρα» μετά την επικράτησή τους.
Θα ήταν τραγικό για το DiEM25, την όντως τελευταία ελπίδα του ευρωπαϊκού διεθνισμού, αν υπέκυπτε στον πειρασμό να ταυτίσει το αίτημα για αληθινή δημοκρατία με το «αμεσοδημοκρατικό» καθρέφτισμα της μικρής ή μεγάλης άγνοιας, παραπληροφόρησης ή και θυμικού των ευρωπαϊκών λαών στην κατάσταση αποσυντονισμού και παραπληροφόρησης που βρίσκονται σήμερα.
Όχι, το DiEM25 και οι αυθόρμητες ομάδες του δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποβιβαστούν σε συνελεύσεις αγανακτισμένων. Δεν είμαστε ένα ακόμα τοπικό κίνημα διαμαρτυρίας. Είμαστε οι φορείς ενός εφαρμόσιμου εναλλακτικού οράματος για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου, κάτι που είχε εκλείψει για δεκαετίες, μετά τη διάψευση των ελπίδων για την εναλλακτική του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού. Αντιλαμβανόμαστε άραγε πόσο μεγάλο πράγμα είναι αυτό;!
Ας εκμεταλλευτούμε λοιπόν αυτή την κιβωτό λογικής, ανθρωπισμού και δημοκρατίας που είναι το DiEM25. Αυτή τη θαυμάσια και όλο αυξανόμενη σύνθεση προσωπικοτήτων. Ας απαιτήσουμε έναν μεγάλο διάλογο μαζί τους, να ακούσουμε και να ακουστούμε, ώστε μέσα από μια τέτοια σωκρατική διαλεκτική να «σμιλεύσουμε» από κοινού το νέο όραμα για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ας συντονιστούμε. Ας βρούμε το κοινό βήμα. Ας φτάσουμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα ως αληθινοί διεθνιστές δημοκράτες σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Χρειάζεται να κάνουμε μαζί το «άλμα της πίστης» και να πιστέψουμε πως μπορούμε —εμείς!— να αλλάξουμε την Ευρώπη και τον κόσμο. Ουτοπία; Ναι! Μα πώς αλλιώς; Πότε η ανθρωπότητα έκανε ένα βήμα μπροστά χωρίς την έμπνευση μιας ουτοπίας; Χωρίς έναν ιδεατό στόχο; Χωρίς ένα όραμα για το μέλλον; Ας κάνουμε το πρώτο βήμα αλλάζοντας εμείς οι ίδιοι, συντονιζόμενοι στις συλλογικές αξίες και τους συλλογικούς στόχους αυτού του οράματος. Και τότε ναι, σε μια κοινωνία συνειδητών δημοκρατικών πολιτών και ανθρώπων, θα έχει νόημα και ουσία η συλλογική αμεσοδημοκρατική διαδικασία.
Τελειώνω με τον Δανό φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκορ, από του οποίου το πολύ ιδιαίτερο μείγμα φιλοσοφίας δανείστηκα τον όρο «άλμα της πίστης». [Ήταν υπαρξιστής και ταυτόχρονα χριστιανός, έτσι νομίζω ταιριάζει στην «παράδοση» του DiEM25 να φιλοξενεί ιδιότυπους φιλοσοφικούς συνδυασμούς.] Υποστήριζε πως για να έχει κάποιος αληθινή πίστη, θα πρέπει ταυτόχρονα να αμφιβάλλει. Η αμφιβολία αποτελεί το έλλογο μέρος της σκέψης, χωρίς την οποία η πίστη δεν έχει ουσιαστικό νόημα. Αυτό ήταν το «άλμα της πίστης» κατά τον Κίρκεγκορ. Αυτό είναι και το κάλεσμα για συμμετοχή στο όραμα του DiEM25 και του για το αύριο.
Δημήτρης Σκαγιάς
μέλος του Συμβουλίου του DiEM25 για την Ελλάδα, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΜέΡΑ25
και της Αθήνα1 Α.Ο.
(α.) Σιγουριά της ψευδούς αντίληψης της πραγματικότητας — > (β.) Διάψευση της ψευδούς αντίληψης από τα γεγονότα — > (γ.) Αμφιβολία: μήτηρ σοφίας — > (δ.) Αναζήτηση της αλήθειας — > (ε.) Νέα κατανόηση της πραγματικότητας — > (στ.) Συνειδητοποίηση των προσωπικών ορίων στην αντίληψη της αλήθειας — > (ζ.) Υπέρβαση: πίστη στην προέκταση της αλήθειας πέρα από την προσωπική μας αντίληψη
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ