Άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη που πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών
Το 2017 ήταν άλλη μια χαμένη χρονιά για την Ευρώπη.
Το 2016 ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, «βολεμένοι», κατεστημενικοί ευρωπαίοι κατανόησαν ότι το πράγμα δεν πάει άλλο. Ότι, αν δεν αλλάξει ριζικά και θεσμικά, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να ανακτήσει την νομιμοποίησή της στα μάτια των ευρωπαίων. Παρόλα αυτά, οι απαιτούμενες αλλαγές εμποδίστηκαν από την συνήθη διαφωνία ως προς το τι πρέπει να γίνει – μια διαφωνία που ο Εμμανουέλ Μακρόν πριν δυο χρόνια είχε περιγράψει ως τον «ιερό πόλεμο» μεταξύ των γερμανικών και γαλλικών ελίτ.
Το 2017 κατέδειξε, με την εκλογή του Μακρόν στην Γαλλική Προεδρία, ότι, σε τελική ανάλυση, δεν έχει σημασία ποιοι κυβερνούν στο Παρίσι και στο Βερολίνο: ο «ιερός πόλεμος» καλά κρατεί όποιος και να ηγείται των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, ανεξάρτητα από το πόσο αλληλο-συμπαθούνται. Το μόνο που αλλάζει είναι η ευγένεια με την οποία καταρρίπτουν η μία πλευρά τις προτάσεις της άλλης.
Στην καρδιά του ιδεολογικού, πολιτικού, οικονομικού «ιερού» γαλλο-γερμανικού «πολέμου» βρίσκεται η σύγκρουση μεταξύ της γερμανικής προσήλωσης στην έννοια του Καθήκοντος που προκύπτει από τις πρότερες συμφωνίες και του επίμονου γαλλικού αιτήματος για Αναδιανομή. Όλες οι συζητήσεις μεταξύ των δύο μερών, Παρισίων και Βερολίνου, καταλήγουν σε διάλογο κωφών. Κάθε φορά που παρουσιάζεται μια γαλλική πρόταση για μεταρρύθμιση της ΕΕ, οι γερμανοί αξιωματούχοι κάνουν τις πράξεις στο μυαλό τους προσπαθώντας να υπολογίσουν τί θα στοιχίσει στους γερμανούς φορολογούμενους, σίγουροι ότι οι Γάλλοι – άλλη μια φορά – έχουν βάλει στο μάτι ένα μέρος των πλεονασμάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Και κάθε φορά που κατατίθεται στο τραπέζι της συζήτησης γερμανική αντιπρόταση, οι Γάλλοι αξιωματούχοι την αντιμετωπίζουν ως άλλη μία γερμανική προσπάθεια να κρατήσουν και την πίτα ολάκερη και τον (γερμανικό) σκύλο χορτάτο (π.χ. να διατηρήσουν τα γερμανικά πλεονάσματα την ώρα που ασκούν κριτική τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων των γάλλων, για τα… ελλείμματά τους).
Μέσα από αυτό τον συνεχή διάλογο κωφών βαθαίνει η γερμανική περιχαράκωση γύρω από την έννοια του Καθήκοντος την ώρα που η γαλλική πλευρά απαιτεί Αναδιανομή με ολοένα μεγαλύτερη απελπισία και θυμό. Φυσική απόρροια αυτής της διαδικασίας είναι το αδιέξοδο, και βέβαια η συνεχιζόμενη καθίζηση της Ευρώπης στην αναποτελεσματικότητα και την απαξίωση.
Καθώς το 2017 πνέει τα λοίσθια, χαρίζοντάς μας την ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε μερικά βασικά ζητήματα, τείνω στο συμπέρασμα ότι σε αυτή την σύγκρουση εννοιών, Καθήκοντος-Αναδιανομής, η γερμανική πλευρά έχει δίκιο – αλλά για λόγους που ίσως να μην ικανοποιήσουν τους γερμανούς αξιωματούχους. Ας εξηγηθώ.
Σε πολιτισμένες κοινωνίες το να πράττεις το σωστό πρέπει να επικρατεί σε πράξεις που απλά σε συμφέρουν. Π.χ. δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω, π.χ. γαλλο-ιταλο-ελληνικές, προτάσεις για Αναδιανομή εντός της ΕΕ (όσο και να συνέφεραν την χώρα μας) εάν αυτές οι προτάσεις δεν ήταν αντικειμενικά ορθές και εφόσον συγκρούονταν με τις επιταγές του Καθήκοντός μας ως ευρωπαίοι δημοκράτες. Όμως το ερώτημα τίθεται: Πως ορίζεται αντικειμενικά η ορθότητα; Ποιος καθορίζει το Καθήκον του καθένα και της καθεμίας μας; Και πως είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε σε μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεδομένων των διαφορετικών συμφερόντων και πολιτιστικών καταβολών μας;
Ένα είναι σίγουρο: Όσο παραμένουμε δέσμιοι των συμφερόντων μας, δεν θα μάθουμε ποτέ το Καθήκον μας. Στην σημερινή Ευρώπη, η παράλυση που εμποδίζει τον εκδημοκρατισμό και τον εξορθολογισμό της ΕΕ οφείλεται ακριβώς σε αυτό: Στο ότι όλες οι συζητήσεις εκπορεύονται από τα συγκρουόμενα, και αλληλο-ακυρούμενα, συμφέροντα. Αυτό οδηγεί σε συγκρούσεις που γεννούν το απόλυτο αδιέξοδο. Π.χ. ο γερμανικός φόβος της τάσης των ιταλο-γάλλων να παραβιάζουν τους «κανόνες» παραλύει τους γερμανούς ιθύνοντες την ώρα που οι ιταλο-γάλλοι παραλύουν από τον φόβο της υφέρπουσας γερμανικής επικυριαρχίας. Όσο αγόμαστε και φερόμαστε από αυτά τα συμφέροντα και τους στόχους που γεννά η προκατάληψη η συμφωνία για το τι έχουμε Καθήκον να κάνουμε ως ευρωπαίοι θα παραμένει αδύνατη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η γερμανική εμμονή με το Καθήκον, με την προσήλωση στον σεβασμό των «κανόνων», δεν οδηγεί πουθενά. «Ποιό Καθήκον;» «Ποιοί είναι οι κανόνες που συνάδουν με την κοινή λογική;» Αυτά τα ερωτήματα δεν θα απαντηθούν ποτέ. Άλλωστε, η Ιστορία μας θυμίζει ότι δεν υπήρξε ποτέ παρανοϊκός τύραννος που να μην πίστευε ακράδαντα ότι έκανε το καθήκον του. Όλα τα εγκλήματα γίνονται από άτομα πεπεισμένα για την ορθότητα των πράξεών τους. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει αδυσώπητο: «Πως μπορώ να ξέρω τί επιβάλει το Καθήκον μου;»
Η καλύτερη απάντηση που έχει δοθεί στην Σύγχρονη Ευρώπη, είναι… γερμανική. Την έδωσε ο Ιμμάνουελ Κάντ, στην προσπάθειά του να επαναπροσδιορίσει την έννοια της ηθικής στον καιρό των κοινωνιών της αγοράς – του καπιταλισμού. Η απλή του ιδέα για το πως μπορούμε να διακρίνουμε το καθήκον μας είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μόνο αυτό που έχουμε εξ αδιαιρέτου με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους: την λογική μας, τον Ορθό Λόγο. Αντίθετα με τις προτιμήσεις μας (που είναι προσωπικές, ασταθείς και σπάνια μας οδηγούν είτε στην ευτυχία είτε στην αρετή), η λογική είναι πανανθρώπινη και ο μόνος οδηγός που μπορεί να μας αποκαλύψει το Καθήκον μας.
Ο λογικός άνθρωπος, σύμφωνα με τον Καντ, πρέπει να μπορεί να κάνει περισσότερα από το να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα μέσα του για την επίτευξη δεδομένων στόχων. Αυτό το κάνουν και τα ζώα. Οι άνθρωποι διαφέρουμε στον βαθμό που διαθέτουμε την δυνατότητα (αντίθετα με τα σκυλιά και τα γατιά) να κρίνουμε τους στόχους μας, τις επιθυμίες μας – να αναρωτηθούμε «Θέλω το Χ, αλλά μήπως δεν θα έπρεπε;» ή «Μήπως πρέπει να κάνω το Ψ παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμά του για μένα ίσως αποδειχθεί πολύ κακό;» Εν συντομία, ο πραγματικά λογικός άνθρωπος χαρακτηρίζεται απ΄την ικανότητα να σκαρφίζεται λόγους για να πράττει με τρόπο που αγνοεί τον υπολογισμό κόστους-οφέλους, καθοδηγούμενος από την αίσθηση ενός καθήκοντος που επιβάλει η λογική του – όχι το συμφέρον του.
Το φημισμένο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Κάντ αφορά την γλώσσα και το ψεύδος: Αυτό που μας διαχωρίζει από τα ζώα, και μας δίνει το δικαίωμα στον Ορθό Λόγο, είναι ο… λόγος, η γλώσσα μας. Αν και είναι αλήθεια ότι συχνά το ψεύδος αποδίδει οφέλη στον ψευδόμενο, αν όλοι οι άνθρωποι παντού και πάντα ψεύδονταν, η μεταξύ μας επικοινωνία θα ήταν αδύνατη (π.χ. δεν θα είχε νόημα καν να ρωτήσεις συνάνθρωπό σου να σου πει τί ώρα είναι), η γλώσσα μας θα ατροφούσε, και ο Ορθός Λόγος θα «τελείωνε». Κάθε λογικός άνθρωπος, καταλήγει ο Καντ, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έχει Καθήκον να αποφύγει πρακτικές (π.χ. να ψεύδεται) οι οποίες, εφόσον γενικεύονταν, θα καταργούσαν τον Λόγο επί του οποίου βασίζεται η λογική.
Προσέξτε ότι σε αυτό το σκεπτικό ο Καντ δεν επιστράτευσε τον Θεό ή κάποιο ηθικοπλαστικό κήρυγμα. Μόνο την λογική: Ο καθένας μας μπορεί να ψεύδεται. Το ψεύδος μπορεί, συνεπώς, να γενικευτεί. Ένας κόσμος όπου όλοι ψεύδονται είναι εφικτός. Όμως σε έναν τέτοιο κόσμο ο Λόγος πεθαίνει, και μαζί του σβήνει η λογική. Συνεπώς, έχουμε Ορθολογικό Καθήκον να λέμε την αλήθεια, όσο και να μας συμφέρει να λέμε ψέμματα.
Εφαρμοσμένη στις κοινωνιές των αγορών, η ιδέα του Καντ οδηγεί σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Η στρατηγική μείωση των τιμών, σε μια προσπάθεια να «κλέψεις» πελάτες από ανταγωνιστές, περνά το τεστ του Καντ (εφόσον οι τιμές δεν πέφτουν κάτω του κόστους) καθώς η γενίκευση αυτής της πρακτικής όχι μόνο δεν ακυρώνει την λογική της κοινωνίας της αγοράς αλλά, αντίθετα, παράγει μέγιστες ποσότητες αγαθών στις ελάχιστες, βιώσιμες, τιμές – το μέγα ζητούμενο μιας τέτοιας κοινωνίας. Το ίδιο όμως δεν ισχύει με την στρατηγική συμπίεση των μισθών σε όλο και χαμηλότερο επίπεδο: Η γενικευμένη απαξίωση της έμμισθης εργασίας δεν συνάδει με την λογική καθώς, εάν την εφάρμοζαν όλοι οι εργοδότες, το αποτέλεσμα θα ήταν η κατάρρευση της ζήτησης αγαθών και, συνεπώς, του ίδιου του καπιταλισμού.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, η ιδέα του Καντ μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση του σημερινού αδιεξόδου αποκαλύπτοντας την παράβαση Καθήκοντος απέναντι στην ιδέα μιας λογικά λειτουργούσας Ευρώπης τόσο της γερμανικής όσο και της γαλλικής πλευράς. Π.χ. αν τα πλεονάσματα της Γερμανίας γενικεύονταν (με κάθε χώρα της ΕΕ να έχει εμπορικό πλεόνασμα 8% του ΑΕΠ, και με πολίτες, κυβέρνηση και επιχειρήσεις να συσσωρεύουν αποταμιεύσεις), το ευρώ θα τιναζόταν στον αέρα σε σημείο να καταστραφεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία. Από την άλλη, η γενίκευση των ελλειμμάτων της Γαλλίας, της Ιταλίας κλπ θα καθιστούσε την Ευρώπη μια μεγάλη… Ελλάδα.
Έτσι λοιπόν, το ζητούμενο, και το Καθήκον που επιβάλει ο Ορθός Λόγος, είναι οι πολιτικές και οι θεσμοί που εξισορροπούν τις εμπορικές και χρηματικές ροές. Ή, για να το πω διαφορετικά, είναι αδύνατον να γίνει σεβαστό το αυθεντικά λογικό γερμανικό Καθήκον χωρίς μια μορφή Αναδιανομής που όμως συγκρούεται με τα συμφέροντα των γαλλικών, ιταλικών και ελληνικών ελίτ οι οποίες σήμερα την απαιτούν.
Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος του φιλοσοφημένου συμφεροντολόγου: «Και γιατί να κάνω το Ορθολογικό μου Καθήκον, αντί να συνεχίσω να κάνω αυτό που έκανα πάντα (δηλαδή να κοιτάζω αποκλειστικά το συμφέρον μου);» Η μόνη σοβαρή απάντηση είναι: «Έτσι, χωρίς λόγο. Επειδή δεν θέλουμε να συμπεριφερόμαστε ως α-λογα ζώα!»
Αν και είναι αδύνατον να πείσουμε τους συμφεροντολόγους, στην βάση της λογικής, ότι η λογική παράγει καλύτερα κίνητρα απ’ ότι το στενό συμφέρον, η ιδέα του Καντ για τον εξορθολογισμό της γερμανικής εμμονής με το Καθήκον αποτελεί μια εξαιρετική (και γερμανική!) ιδέα για ένα 2018 που θα επιστρέψει την ελπίδα στην Ευρώπη.
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ