Ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μάντελ, μονεταριστής και μέγας θιασώτης των Οικονομικών της Προσφοράς, θεωρείται ο πατέρας του Ευρώ καθώς μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής του καριέρας είχε να κάνει με τη νομισματική πολιτική σε ζώνες κοινών νομισμάτων ή σταθερών/κυμαινόμενων ισοτιμιών, που συμπυκνώθηκε στη θεωρία του περί Άριστης Νομισματικής Περιοχής.
Έχει αρκετό ενδιαφέρον και συνάφεια με την τρέχουσα κατάστασή μας στην Ευρώπη, να δούμε πως ο ίδιος ο Μάντελ παρουσιάζε τη θεωρία του περί της ΑΝΠ στο ακαδημαικό του paper “A Theory of Optimum Currency Areas” του 1961:
«Νομισματικές Περιοχές και Κοινό Νόμισμα
«Η υιοθέτηση κοινού νομίσματος προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινής Κεντρικής Τράπεζας(ΚΤ) – έχουσας το εκδοτικό προνόμιο – και επομένως ελαστική προσφορά χρήματος ανάμεσα στις διάφορες περιοχές. Στην περίπτωση όμως όπου η νομισματική περιοχή αποτελείται από οικονομίες με διαφορετικά νομίσματα, η προσφορά διεθνών μέσων πληρωμής (προσφορά συναλλάγματος) εξαρτάται από την συνεργασία πολλών ΚΤ, καμία εκ των οποίων δεν δύναται να επεκτείνει το παθητικό της – να τυπώσει χρήμα – σε ρυθμούς υψηλότερους από τις άλλες χωρίς να χάσει σε συναλλαγματικά αποθέματα και να οδηγήσει στην υποτίμηση του νομίσματός της. Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες προσαρμογής (των συμμετεχόντων σε περιπτώσεις ανισορροπιών) είναι πολύ διαφορετικές ανάμεσα σε μια νομισματική ένωση με κοινό νόμισμα και σε μια αντίστοιχη με πολλά νομίσματα. Με άλλα λόγια θα υπάρξει διαφορά ανάμεσα στην ενδοζωνική προσαρμογή, που συνιστά η ζώνη των οικονομικών περιφερειών του κοινού νομίσματος, και διεθνή προσαρμογή που συνιστούν τα πολλά νομίσματα των κατά τόπους οικονομιών κι ας επικρατεί μεταξύ τους καθεστώς σταθερών ισοτιμιών.
Για να καταστεί σαφέστερη η διαφορά ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα με δυο οικονομικές οντότητες, είτε περιφέρειες εντός της ζώνης του κοινού νομίσματος, είτε εθνικές οικονομίες, όπου αρχικά βρίσκονται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και με ισορροπημένο ισοζύγιο πληρωμών και να δούμε τι θα συμβεί όταν διαταραχθεί αυτή η ισορροπία από μια μετατόπιση της ζήτησης από τα αγαθά της Β οικονομικής οντότητας στα αγαθά της Α. Υποθέτουμε ότι οι μισθοί και οι τιμές δεν μπορούν να μειωθούν άμεσα χωρίς να προκαλέσουν ανεργία και πως οι νομισματικές αρχές ενεργούν προς την κατεύθυνση του ελέγχου του πληθωρισμού.
Αρχικά παίρνουμε την περίπτωση όπου οι δύο αυτές οντότητες είναι χώρες με εθνικά νομίσματα(μέλη νομισματική περιοχής με σταθερές ισοτιμίες). Η μεταστροφή της ζήτησης από την Β χώρα στην Α προκαλεί ανεργία στη Β και πληθωρισμό στην Α. Στο βαθμό που οι τιμές στην οικονομία Α θα αφεθούν να αυξηθούν όσο χρειάζεται, οι αλλαγές στους όρους εμπορίου που αυτό θα επιφέρει θα ανακουφίσουν κάπως την Β από το βάρος της προσαρμογής. Αν όμως η Α ασκήσει συσταλτική πιστωτική πολιτική μην επιτρέποντας τις τιμές της να αυξηθούν, όλο το βάρος της προσαρμογής πέφτει στη χώρα Β. Αυτό που χρειάζεται είναι μια μείωση του πραγματικού εισοδήματος της Β. Αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί μέσω των όρων εμπορίου, επειδή η Β εξ υποθέσεως δεν μπορεί να μειώσει άμεσα τις τιμές της και η Α δεν αυξάνει τις δικές της, αυτό που θα συμβεί είναι πτώση της παραγωγής και της απασχόλησης στην Β. Η πολιτική των πλεονασματικών χωρών να συγκρατούν τις τιμές τους (να περιορίζουν την εγχώρια ζήτηση αντί να την αυξάνουν) διαχέει υφεσιακές τάσεις στη διεθνή οικονομία όταν βρισκόμαστε σε καθεστώς σταθερών ισοτιμιών και ειδικότερα σε μια νομισματική περιοχή με πολλά διαφορετικά νομίσματα.[1]
Ας αντιπαραβάλλουμε τα παραπάνω στην αντίθετη περίπτωση όπου έχουμε να κάνουμε με δύο περιφέρειες τη ίδιας νομισματικής ζώνης – σαν κομμάτια μιας κλειστής οικονομίας (που η ζώνη αυτή συνιστά) – που εξυπηρετούνται (λιπαίνονται με ρευστότητα) από το ίδιο νόμισμα και ας υποθέσουμε πως η κυβέρνηση αυτής της ζώνης ακολουθεί πολιτική πλήρους απασχόλησης. Η μεταστροφή της ζήτησης από την Β στην Α περιοχή δημιουργεί ανεργία στη Β και πληθωριστικές πιέσεις στην Α, καθώς και πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών για την Α. Για να καταπολεμηθεί η ανεργία στην Β, οι νομισματικές αρχές, η ΚΤ της νομισματικής ζώνης, αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στη ζώνη (τυπώνει χρήμα). Αυτή η νομισματική επέκταση όμως επιδεινώνει τον πληθωρισμό στην περιοχή Α. Ακριβώς εκεί εδράζεται και ο τρόπος που η ΚΤ θα καταπολεμήσει την ανεργία στην ελλειμματική περιοχή Β: αυξάνοντας τις τιμές στην πλεονασματική περιοχή Α κι άρα στρέφοντας τους όρους εμπορίου κατά της Β. Η πλήρης απασχόληση έρχεται μαζί με τον πληθωρισμό στις περιοχές με κοινό νόμισμα.[2]
Σε μια νομισματική περιοχή που αποτελείται από πολλά εθνικά νομίσματα, ο ρυθμός ανεργίας στις ελλειμματικές οικονομίες εξαρτάται από την προθυμία των πλεονασματικών να πληθωριστούν. Σε μια νομισματική περιοχή όμως με πολλές περιφέρειες και κοινό νόμισμα, ο πληθωρισμός εξαρτάται από την προθυμία των κεντρικών αρχών να επιτρέψουν την ανεργία στις ελλειμματικές περιοχές.[3]
Τα δύο παραπάνω συστήματα θα μπορούσαν να συγκεραστούν μέσω μια θεσμικής αλλαγής: η ανεργία θα μπορούσε να αποφευχθεί παγκοσμίως αν οι ΚΤ συμφωνούσαν πως το βάρος της προσαρμογής θα πέφτει στις πλεονασματικές χώρες, οι οποίες θα πληθωρίζονταν μέχρις ότου η ανεργία στις ελλειμματικές να εξαλειφθεί. Εναλλακτικά θα μπορούσαμε να ιδρύσουμε μια παγκόσμια κεντρική τράπεζα που θα εξέδιδε ένα παγκόσμια αποδεκτό νόμισμα. Μια νομισματική περιοχή όμως όποιου τύπου δεν μπορεί να αποφύγει και την ανεργία και τον πληθωρισμό ανάμεσα στα μέλη της. Το λάθος δεν έγκειται στον τύπο της νομισματικής περιοχής αλλά στο πεδίο που αυτή εκδηλώνεται: η άριστη νομισματική περιοχή δεν είναι ο όλος ο κόσμος».
Αυτά έγραφε ο Ρόμπερτ Μάντελ το 1961. Εμείς υποτίθεται ότι ζούμε στο [2], σε μια ζώνη κοινού νομίσματος με κοινή Κεντρική Τράπεζα που θα παρέμβει να εξομαλύνει τις εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ των διαφόρων περιοχών της, αλλά στην πράξη ζούμε στο [1], έχουμε στα χαρτιά κοινό νόμισμα και κοινή ΚΤ χωρίς ουσιαστικά να έχουμε! Και σύμφωνα με τα λόγια[3] του Νομπελίστα οικονομολόγου Ρόμπερτ Μάντελ, είναι μια πολιτική απόφαση των Κεντρικών Αρχών της Ζώνης να επιτρέπουν την ανεργία στις ελλειμματικές χώρες – περιφέρεια Ευρωζώνης – μην επιβάλλοντας πληθωρισμό στις πλεονασματικές αυξάνοντας με τρόπο ουσιαστικό την προσφορά χρήματος στην οικονομία της ζώνης. Και αναφέρουμε με τρόπο ουσιαστικό, επειδή η Ποσοτική Χαλάρωση που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 δεν τόνωσε επουδενί τη ζήτηση εντός Ευρωζώνης δημιουργώντας έναν ικανό ρυθμό πληθωρισμού τέτοιον που να εξομάλυνε τις ανισορροπίες, με το μόνο που έκανε και κάνει είναι να ρίχνει τα επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα και να αγοράζει τα ομόλογα σκουπίδια της Ισπανίας, Ιταλίας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας ακόμα και Γαλλίας μέχρι και τα πιο φερέγγυα Γερμανικά, όλων πλην ημών δηλαδή.
Η ΕΖ δεν είναι μια Άριστη Νομισματική Περιοχή. Δεν υπάρχει σοβαρός μηχανισμός ανακύκλωσης των πλεονασμάτων από τις πλεονασματικές περιοχές στις ελλειμματικές, ούτε φυσικά η ΚΤ, η ΕΚΤ, λειτουργεί με τον τρόπο που ο ίδιος ο εφευρέτης της θεωρίας περί ζωνών κοινού νομίσματος δίδασκε.
Το Ευρώ εντέλει κατέστη αυτό που πάλι ο Μάντελ, μιλώντας πολιτικά αυτή τη φορά, είχε δηλώσει: πως μέσω αυτού παίρνεις το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής από τις κατά τόπους κυβερνήσεις, γεγονός που διευκολύνει την απορρύθμιση και την σταδιακή εφαρμογή των Οικονομικών της Προσφοράς ελλείψει αυτού του τόσο σημαντικού εργαλείου άσκησης πολιτικής..
Είναι επομένως πολιτικό το ζήτημα στην Ευρωζώνη και όχι τόσο οικονομικό όσο θέλουν να μας το παρουσιάζουν οι θιασώτες των νεοφιλελεύθερων μονοδρόμων.
Αλέξης Σμυρλής, Οικονομολόγος
Μέλος DiEM25 Ελλάδας
Θέλεις να ενημερώνεσαι για τις δράσεις του DiEM25-ΜέΡΑ25; Γράψου εδώ